νωθρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νωθρότητα οι νωθρότητες
      γενική της νωθρότητας των νωθροτήτων
    αιτιατική τη νωθρότητα τις νωθρότητες
     κλητική νωθρότητα νωθρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νωθρότητα < αρχαία ελληνική νωθρότης < νωθρός

Ουσιαστικό

νωθρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.