ακακία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακακία | οι | ακακίες |
| γενική | της | ακακίας | των | ακακιών |
| αιτιατική | την | ακακία | τις | ακακίες |
| κλητική | ακακία | ακακίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐κί‐α
Ετυμολογία 1
- ακακία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκακία [1] Διαφορετική η ελληνιστική σημασία: έλλειψη κακίας. [2]

Tα σύνθετα φύλλα της ακακίας.
Ουσιαστικό
ακακία θηλυκό
-
ακακία στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- ακακία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκακία στη σημασία: έλλειψη κακίας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ακακία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακακία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.