rigueur
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁi.ɡœʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| rigueur | rigueurs |
rigueur (fr) θηλυκό
- η σχολαστικότητα
- η δριμύτητα, η τραχύτητα
- η αυστηρότητα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.