ἀνεξικακία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀνεξικακίᾱ | αἱ | ἀνεξικακίαι |
| γενική | τῆς | ἀνεξικακίᾱς | τῶν | ἀνεξικακιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀνεξικακίᾳ | ταῖς | ἀνεξικακίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀνεξικακίᾱν | τὰς | ἀνεξικακίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀνεξικακίᾱ | ἀνεξικακίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεξικακίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεξικακίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀνεξικακία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.