ἀνεξικακία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνεξικακί αἱ ἀνεξικακίαι
      γενική τῆς ἀνεξικακίᾱς τῶν ἀνεξικακιῶν
      δοτική τῇ ἀνεξικακί ταῖς ἀνεξικακίαις
    αιτιατική τὴν ἀνεξικακίᾱν τὰς ἀνεξικακίᾱς
     κλητική ! ἀνεξικακί ἀνεξικακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνεξικακί
γεν-δοτ τοῖν  ἀνεξικακίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνεξικακία < ἀνεξίκακος < ἀνεξι- + κακός

Ουσιαστικό

ἀνεξικακία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.