καθρέφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθρέφτης οι καθρέφτες
      γενική του καθρέφτη των καθρεφτών
    αιτιατική τον καθρέφτη τους καθρέφτες
     κλητική καθρέφτη καθρέφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάζο και το είδωλό του σε καθρέφτη.

Ετυμολογία

καθρέφτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καθρέφτης < καθρέπτης < ελληνιστική κοινή κάθοπτρον < αρχαία ελληνική κάτοπτρον

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈθɾe.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθρέφτης

Ουσιαστικό

καθρέφτης αρσενικό

  1. λεία επιφάνεια που αντανακλά το φως σχηματίζοντας ένα ψευδές είδωλο
  2. αντικείμενο που περιέχει τέτοια επιφάνεια
    το σπάσιμο ενός καθρέφτη, λένε, σημαίνει εφτά χρόνια γρουσουζιά
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε φανερώνει με διαυγή τρόπο τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, ενός συνόλου, μιας κατάστασης κλπ
    Η τηλεόραση είναι καθρέφτης της κοινωνίας (εφημερίδα Τα Νέα, 19 Ιουλίου 2010)
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η μπροστινή όψη της υπερκατασκευής πλοίου που φέρεται η γέφυρα του πλοίου
  5. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) η όψη της κάθετης πρύμνης της βάρκας (του άβακα)
     συνώνυμα: παπαδιά

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
καθρεφτ-, καθρεπτ- 

 και δείτε τις λέξεις κάτοπτρο και κατοπτρισμός

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καθρέφτης < τύπος καθρέπτης με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] < αμάρτυρος τύπος *κάθροπτον με μεταπλασμό σε αρσενικό < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάθοπτρον με μετάθεση του [ɾ] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάτοπτρον με ανομοίωση με δάσυνση [t]-[t] > [tʰ][1] -[t], [2] όπως συνέβη σε ελληνιστικά σύνθετα του θέματος ὀπ- (όπως όψις), σαν να υπήρχε δασεία (όπως στον τύπο ὑφοψία < ὑποψία) ίσως με την επίδραση του δασυνόμενου ὁράω / ὁρῶ. [3]
Η αλλαγή [o] > [e] λόγω της παρουσίας του [ɾ].

Ουσιαστικό

καθρέφτης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

  • καθρεύτης

  • καθέπτης
  • καθίρπτης
  • καθρέπτης
  • καθρίπτης
  • καρφίκτης

Παράγωγα

Συγγενικά

Αναφορές

  1. [tʰ] Η αρχαία προφορά του γράμματος Θ. Μετά την ελληνιστική περίοδο, προφορά [θ].
  2. καθρέφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.