mirror

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
mirror mirrors

Ουσιαστικό

mirror (en)

  1. ο καθρέφτης, λεία επιφάνεια που αντανακλά το φως
    His face was reflected in the mirror.
    Το πρόσωπό του αντανακλάστηκε στον καθρέφτη.
  2. ο καθρέφτης, κάτι που δείχνει πώς είναι κάτι άλλο
    TV is a mirror of society.
    Η τηλεόραση είναι καθρέφτης της κοινωνίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.