καθρέφτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθρέφτισμα τα καθρεφτίσματα
      γενική του καθρεφτίσματος των καθρεφτισμάτων
    αιτιατική το καθρέφτισμα τα καθρεφτίσματα
     κλητική καθρέφτισμα καθρεφτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθρέφτισμα < καθρεφτίζω + -μα

Ουσιαστικό

καθρέφτισμα ουδέτερο

  1. η αντανάκλαση
  2. η ενέργεια του καθρεφτίζομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.