καθρεφτίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθρεφτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος καθρεφτίζω
Το βουνό καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης.

Ρήμα

καθρεφτίζομαι

  1. για κάτι του οποίου το είδωλο σχηματίζεται σε μια επιφάνεια που λειτουργεί ως καθρέφτης
    η πόλη καθρεφτιζόταν στα ήρεμα νερά της λίμνης
  2. (μεταφορικά)
    στην τηλεόραση καθρεφτίζεται η κοινωνία μας
  3. παρατηρώ με προσοχή ή φιλαρέσκεια το είδωλό μου στον καθρέφτη
    η κόρη μου όπου βρει καθρέφτη καθρεφτίζεται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.