καθρεφτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθρεφτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος καθρεφτίζω

Το βουνό καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης.
Ρήμα
καθρεφτίζομαι
- για κάτι του οποίου το είδωλο σχηματίζεται σε μια επιφάνεια που λειτουργεί ως καθρέφτης
- η πόλη καθρεφτιζόταν στα ήρεμα νερά της λίμνης
- (μεταφορικά)
- στην τηλεόραση καθρεφτίζεται η κοινωνία μας
- παρατηρώ με προσοχή ή φιλαρέσκεια το είδωλό μου στον καθρέφτη
- η κόρη μου όπου βρει καθρέφτη καθρεφτίζεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.