καθρεφτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθρεφτίζω < καθρέφτης + -ίζω

Ρήμα

καθρεφτίζω, πρτ.: καθρέφτιζα, στ.μέλλ.: θα καθρεφτίσω, αόρ.: καθρέφτισα, παθ.φωνή: καθρεφτίζομαι, μτχ.π.π.: καθρεφτισμένος

  1. λειτουργώ ως καθρέφτης και σχηματίζω το είδωλο ενός αντικειμένου
  2. (μεταφορικά) φανερώνω με τρόπο διαυγή τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου, συνόλου, κοινωνίας κλπ
  3. (παθητικό)  δείτε τη λέξη καθρεφτίζομαι


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.