μετάθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάθεση | οι | μεταθέσεις |
| γενική | της | μετάθεσης* | των | μεταθέσεων |
| αιτιατική | τη | μετάθεση | τις | μεταθέσεις |
| κλητική | μετάθεση | μεταθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάθε(σις) + -ση < μετά- + θέσις (θέτω)
- για την αλλαγή θέσης φθόγγων: ελληνιστική σημασία
- για τη μετακίνηση υπαλλήλου < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Versetzung ή από τη γαλλική déplacement [1]
Ουσιαστικό
μετάθεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταθέτω, αλλαγή θέση
- αλλαγή θέσης υπηρεσίας υπαλλήλου
- ↪ Πήρε δυσμενή μετάθεση μετά από το σκάνδαλο που ξέσαπσε.
- αναβολή για κάποιο χρονικό διάστημα
- μετακίνηση γιορτής σε άλλη ημερομηνία
- (γλωσσολογία, γραμματική) η μετακίνηση φθόγγων, η αλλαγή της θέσης τους μέσα στη λέξη
- ↪ Παράδειγμα μετάθεσης: «κορκόδειλος» αντί κροκόδειλος, καραφλός αντί φαλακρός
- ≈ συνώνυμα: αντιμετάθεση
- αλλαγή θέσης υπηρεσίας υπαλλήλου
Αναφορές
- μετάθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.