είδωλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | είδωλο | τα | είδωλα |
| γενική | του | ειδώλου & είδωλου |
των | ειδώλων |
| αιτιατική | το | είδωλο | τα | είδωλα |
| κλητική | είδωλο | είδωλα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είδωλο < αρχαία ελληνική εἴδωλον
Ουσιαστικό
είδωλο ουδέτερο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.