αντικαθρέφτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικαθρέφτισμα τα αντικαθρεφτίσματα
      γενική του αντικαθρεφτίσματος των αντικαθρεφτισμάτων
    αιτιατική το αντικαθρέφτισμα τα αντικαθρεφτίσματα
     κλητική αντικαθρέφτισμα αντικαθρεφτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικαθρέφτισμα < αντικαθρεφτίζω + -μα

Ουσιαστικό

αντικαθρέφτισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.