κάτοπτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάτοπτρο | τα | κάτοπτρα |
| γενική | του | κατόπτρου & κάτοπτρου |
των | κατόπτρων |
| αιτιατική | το | κάτοπτρο | τα | κάτοπτρα |
| κλητική | κάτοπτρο | κάτοπτρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάτοπτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάτοπτρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.to.ptɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐το‐πτρο
Ουσιαστικό
κάτοπτρο ουδέτερο
Συγγενικά
- αντικατοπτρίζω
- αντικατοπτρικός
- αντικατόπτριση
- αντικατόπτρισμα
- αντικατοπτρισμός
- αυτοκατοπτρισμός
- γωνιοκάτοπτρο
- δικάτοπτρος
- εγκατοπτρισμός
- κατοπτρίζω
- κατοπτρική
- κατοπτρικός
- κατοπτρισμός
- κατοπτρομαντεία
- κατοπτρομυροποιείο
- κατοπτροποιία
- κατοπτροποιός
Μεταφράσεις
κάτοπτρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.