κατοπτρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατοπτρισμός οι κατοπτρισμοί
      γενική του κατοπτρισμού των κατοπτρισμών
    αιτιατική τον κατοπτρισμό τους κατοπτρισμούς
     κλητική κατοπτρισμέ κατοπτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοπτρισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κατοπτρισμός αρσενικό

  • η εμφάνιση του ειδώλου ενός αντικειμένου σε μια λεία και γυαλιστερή επιφάνεια που λειτουργεί ως κάτοπτρο.
    ο κατοπτρισμός των σπιτιών στα νερά της λίμνης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.