έξοδος κινδύνου

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξοδος κινδύνου οι έξοδοι κινδύνου
      γενική της εξόδου κινδύνου των εξόδων κινδύνου
    αιτιατική την έξοδο κινδύνου τις εξόδους κινδύνου
     κλητική έξοδε κινδύνου έξοδοι κινδύνου
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξοδος κινδύνου <  δείτε τις λέξεις έξοδος και κίνδυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kso.ðos cinˈði.nu/

Πολυλεκτικός όρος

έξοδος κινδύνου θηλυκό

  • μία έξοδος που επιτρέπει τη γρήγορη εκκένωση ενός χώρου σε έκτακτη ανάγκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.