danger

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Ουσιαστικό

danger (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο κίνδυνος, οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας
    That sign is a warning for danger.
    Αυτό το σήμα είναι προειδοποίηση για κίνδυνο.
    There’s no danger of war/fire.
    Δεν υπάρχει κίνδυνος πολέμου/φωτιάς.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο κίνδυνος, η πιθανότητα να συμβεί κάτι κακό ή δυσάρεστο
    There’s no danger of him coming.
    Δεν υπάρχει κίνδυνος να έλθει.
    I am in danger of being expelled.
    Διατρέχω τον κίνδυνο να αποβληθώ.
  3. ο κίνδυνος, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μπορεί να προκαλέσει ζημιά ή να βλάψει κάποιον
    That driver is a danger to society!
    Αυτός ο οδηγός είναι δημόσιος κίνδυνος!
    Smoking is a danger to your health.
    Το κάπνισμα είναι κίνδυνος για την υγεία σου.

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Προφορά

 

Ουσιαστικό

danger (fr) αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.