παρακινδυνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρακινδυνευμένος | η | παρακινδυνευμένη | το | παρακινδυνευμένο |
| γενική | του | παρακινδυνευμένου | της | παρακινδυνευμένης | του | παρακινδυνευμένου |
| αιτιατική | τον | παρακινδυνευμένο | την | παρακινδυνευμένη | το | παρακινδυνευμένο |
| κλητική | παρακινδυνευμένε | παρακινδυνευμένη | παρακινδυνευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρακινδυνευμένοι | οι | παρακινδυνευμένες | τα | παρακινδυνευμένα |
| γενική | των | παρακινδυνευμένων | των | παρακινδυνευμένων | των | παρακινδυνευμένων |
| αιτιατική | τους | παρακινδυνευμένους | τις | παρακινδυνευμένες | τα | παρακινδυνευμένα |
| κλητική | παρακινδυνευμένοι | παρακινδυνευμένες | παρακινδυνευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρακινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακινδυνεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.