ακίνδυνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακίνδυνος | η | ακίνδυνη | το | ακίνδυνο |
| γενική | του | ακίνδυνου | της | ακίνδυνης | του | ακίνδυνου |
| αιτιατική | τον | ακίνδυνο | την | ακίνδυνη | το | ακίνδυνο |
| κλητική | ακίνδυνε | ακίνδυνη | ακίνδυνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακίνδυνοι | οι | ακίνδυνες | τα | ακίνδυνα |
| γενική | των | ακίνδυνων | των | ακίνδυνων | των | ακίνδυνων |
| αιτιατική | τους | ακίνδυνους | τις | ακίνδυνες | τα | ακίνδυνα |
| κλητική | ακίνδυνοι | ακίνδυνες | ακίνδυνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακίνδυνος < αρχαία ελληνική ἀκίνδυνος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.