ριψοκινδυνεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ριψοκινδυνεύω < (ελληνιστική κοινή) ῥιψοκινδυνέω / ῥιψοκινδυνῶ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ριψοκίνδυνος, ρίπτω και κίνδυνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ριψοκινδυνεύω | ριψοκινδύνευα | θα ριψοκινδυνεύω | να ριψοκινδυνεύω | ριψοκινδυνεύοντας | |
| β' ενικ. | ριψοκινδυνεύεις | ριψοκινδύνευες | θα ριψοκινδυνεύεις | να ριψοκινδυνεύεις | ριψοκινδύνευε | |
| γ' ενικ. | ριψοκινδυνεύει | ριψοκινδύνευε | θα ριψοκινδυνεύει | να ριψοκινδυνεύει | ||
| α' πληθ. | ριψοκινδυνεύουμε | ριψοκινδυνεύαμε | θα ριψοκινδυνεύουμε | να ριψοκινδυνεύουμε | ||
| β' πληθ. | ριψοκινδυνεύετε | ριψοκινδυνεύατε | θα ριψοκινδυνεύετε | να ριψοκινδυνεύετε | ριψοκινδυνεύετε | |
| γ' πληθ. | ριψοκινδυνεύουν(ε) | ριψοκινδύνευαν ριψοκινδυνεύαν(ε) |
θα ριψοκινδυνεύουν(ε) | να ριψοκινδυνεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ριψοκινδύνευσα | θα ριψοκινδυνεύσω | να ριψοκινδυνεύσω | ριψοκινδυνεύσει | ||
| β' ενικ. | ριψοκινδύνευσες | θα ριψοκινδυνεύσεις | να ριψοκινδυνεύσεις | ριψοκινδύνευσε | ||
| γ' ενικ. | ριψοκινδύνευσε | θα ριψοκινδυνεύσει | να ριψοκινδυνεύσει | |||
| α' πληθ. | ριψοκινδυνεύσαμε | θα ριψοκινδυνεύσουμε | να ριψοκινδυνεύσουμε | |||
| β' πληθ. | ριψοκινδυνεύσατε | θα ριψοκινδυνεύσετε | να ριψοκινδυνεύσετε | ριψοκινδυνεύστε | ||
| γ' πληθ. | ριψοκινδύνευσαν ριψοκινδυνεύσαν(ε) |
θα ριψοκινδυνεύσουν(ε) | να ριψοκινδυνεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ριψοκινδυνεύσει | είχα ριψοκινδυνεύσει | θα έχω ριψοκινδυνεύσει | να έχω ριψοκινδυνεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ριψοκινδυνεύσει | είχες ριψοκινδυνεύσει | θα έχεις ριψοκινδυνεύσει | να έχεις ριψοκινδυνεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ριψοκινδυνεύσει | είχε ριψοκινδυνεύσει | θα έχει ριψοκινδυνεύσει | να έχει ριψοκινδυνεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ριψοκινδυνεύσει | είχαμε ριψοκινδυνεύσει | θα έχουμε ριψοκινδυνεύσει | να έχουμε ριψοκινδυνεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ριψοκινδυνεύσει | είχατε ριψοκινδυνεύσει | θα έχετε ριψοκινδυνεύσει | να έχετε ριψοκινδυνεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ριψοκινδυνεύσει | είχαν ριψοκινδυνεύσει | θα έχουν ριψοκινδυνεύσει | να έχουν ριψοκινδυνεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.