κινδυνολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινδυνολογικός | η | κινδυνολογική | το | κινδυνολογικό |
| γενική | του | κινδυνολογικού | της | κινδυνολογικής | του | κινδυνολογικού |
| αιτιατική | τον | κινδυνολογικό | την | κινδυνολογική | το | κινδυνολογικό |
| κλητική | κινδυνολογικέ | κινδυνολογική | κινδυνολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινδυνολογικοί | οι | κινδυνολογικές | τα | κινδυνολογικά |
| γενική | των | κινδυνολογικών | των | κινδυνολογικών | των | κινδυνολογικών |
| αιτιατική | τους | κινδυνολογικούς | τις | κινδυνολογικές | τα | κινδυνολογικά |
| κλητική | κινδυνολογικοί | κινδυνολογικές | κινδυνολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κινδυνολογικός < κινδυνολογ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
κινδυνολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.