κινδυνολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κινδυνολογώ < κινδυνο(λογία) + -λογώ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /cin.ði.no.loˈɣo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινδυνολογώ | κινδυνολογούσα | θα κινδυνολογώ | να κινδυνολογώ | κινδυνολογώντας | |
| β' ενικ. | κινδυνολογείς | κινδυνολογούσες | θα κινδυνολογείς | να κινδυνολογείς | ||
| γ' ενικ. | κινδυνολογεί | κινδυνολογούσε | θα κινδυνολογεί | να κινδυνολογεί | ||
| α' πληθ. | κινδυνολογούμε | κινδυνολογούσαμε | θα κινδυνολογούμε | να κινδυνολογούμε | ||
| β' πληθ. | κινδυνολογείτε | κινδυνολογούσατε | θα κινδυνολογείτε | να κινδυνολογείτε | κινδυνολογείτε | |
| γ' πληθ. | κινδυνολογούν(ε) | κινδυνολογούσαν(ε) | θα κινδυνολογούν(ε) | να κινδυνολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κινδυνολόγησα | θα κινδυνολογήσω | να κινδυνολογήσω | κινδυνολογήσει | ||
| β' ενικ. | κινδυνολόγησες | θα κινδυνολογήσεις | να κινδυνολογήσεις | κινδυνολόγησε | ||
| γ' ενικ. | κινδυνολόγησε | θα κινδυνολογήσει | να κινδυνολογήσει | |||
| α' πληθ. | κινδυνολογήσαμε | θα κινδυνολογήσουμε | να κινδυνολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | κινδυνολογήσατε | θα κινδυνολογήσετε | να κινδυνολογήσετε | κινδυνολογήστε | ||
| γ' πληθ. | κινδυνολόγησαν κινδυνολογήσαν(ε) |
θα κινδυνολογήσουν(ε) | να κινδυνολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κινδυνολογήσει | είχα κινδυνολογήσει | θα έχω κινδυνολογήσει | να έχω κινδυνολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κινδυνολογήσει | είχες κινδυνολογήσει | θα έχεις κινδυνολογήσει | να έχεις κινδυνολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κινδυνολογήσει | είχε κινδυνολογήσει | θα έχει κινδυνολογήσει | να έχει κινδυνολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινδυνολογήσει | είχαμε κινδυνολογήσει | θα έχουμε κινδυνολογήσει | να έχουμε κινδυνολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κινδυνολογήσει | είχατε κινδυνολογήσει | θα έχετε κινδυνολογήσει | να έχετε κινδυνολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινδυνολογήσει | είχαν κινδυνολογήσει | θα έχουν κινδυνολογήσει | να έχουν κινδυνολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
κινδυνολογώ
|
|
Αναφορές
- κινδυνολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.