διακινδυνεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διακινδυνεύω < αρχαία ελληνική διακινδυνεύω < κινδυνεύω < κίνδυνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική endanger}
Συγγενικά
- διακινδυνευμένος
- διακινδύνευση
- → δείτε τις λέξεις διά και κίνδυνος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.