επικινδυνότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικινδυνότητα | οι | επικινδυνότητες |
| γενική | της | επικινδυνότητας | των | επικινδυνοτήτων |
| αιτιατική | την | επικινδυνότητα | τις | επικινδυνότητες |
| κλητική | επικινδυνότητα | επικινδυνότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικινδυνότητα < επικίνδυνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.