επικινδύνως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικινδύνως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικινδύνως < ἐπικίνδυνος. Συγχρονικά αναλύεται σε επικίνδυν(ος) + -ως.

Επίρρημα

επικινδύνως

Εκφράσεις

  • το ζην επικινδύνως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.