προκινδυνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκινδυνεύω < αρχαία ελληνική προκινδυνεύω[1] < πρό + κινδυνεύω < κίνδυνος

Ρήμα

προκινδυνεύω

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προκινδυνεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Αναφορές

  1. προκινδυνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.