κινδυνολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινδυνολογία | οι | κινδυνολογίες |
| γενική | της | κινδυνολογίας | των | κινδυνολογιών |
| αιτιατική | την | κινδυνολογία | τις | κινδυνολογίες |
| κλητική | κινδυνολογία | κινδυνολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινδυνολογία < κίνδυν(ος) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό
κινδυνολογία θηλυκό
- η αναφορά και διόγκωση πραγματικών ή ψευδών ειδήσεων με σκοπό να αυξηθεί η αίσθηση ότι υπάρχει κίνδυνος
Μεταφράσεις
κινδυνολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.