θύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύλακας οι θύλακες
      γενική του θύλακα των θυλάκων
    αιτιατική τον θύλακα τους θύλακες
     κλητική θύλακα θύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θῦλαξ από την αιτιατική ενικού «τὸν θύλακα» < αρχαία ελληνική θύλακος  δείτε και τη λέξη θύλακος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θύλακας

Ουσιαστικό

θύλακας αρσενικό

  1. μικρός σάκος
     συνώνυμα: σακούλι, σακίδιο, ταγάρι
  2. (ανατομία) κοιλότητα ως θήκη γύρω από διάφορα όργανα του σώματος
  3. (στρατιωτικός όρος) μέρος μέσα σε εχθρικό έδαφος που κατέχεται από τον αντίπαλο
  4. (βοτανική) είδος καρπού με πολλά σπέρματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θύλακας αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.