σάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σάκος | οι | σάκοι |
| γενική | του | σάκου | των | σάκων |
| αιτιατική | τον | σάκο | τους | σάκους |
| κλητική | σάκε | σάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάκος < αρχαία ελληνική σάκος ή σάκκος < σημιτικής προέλευσης , πρωτοσημιτικά: * s?k (?: άγνωστος φθόγγος)
- ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sac)

μια στοίβα από άδειους σάκους

πίνακας που απεικονίζει αγρότη με έναν σάκο στους ώμους του

στρατιωτικός σάκος

κόκκινος σάκος του μποξ
Ουσιαστικό
σάκος αρσενικό
- σακί
- σακούλα
- είδος τσάντας
- (μεταφορικά) οτιδήποτε προσομοιάζει στη μορφή με σάκο
- είδος μονοκόμματου φορέματος
- (θρησκεία) είδος αρχιερατκιού άμφιου
- αμνιακός σάκος
- πυγμαχικός σάκος
Σύνθετα
- αερόσακος
- αλευροσακί
- ανασακίζω
- ασάκιαστος
- γαιόσακος
- δισάκι
- σακοβελόνα
- σακοειδής
- υπνόσακος
- χαρτόσακος
Εκφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σάκος < σάττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.