ενθυλάκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενθυλάκωση | οι | ενθυλακώσεις |
| γενική | της | ενθυλάκωσης* | των | ενθυλακώσεων |
| αιτιατική | την | ενθυλάκωση | τις | ενθυλακώσεις |
| κλητική | ενθυλάκωση | ενθυλακώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενθυλακώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενθυλάκωση < ενθυλακώνω + -ση
Ουσιαστικό
ενθυλάκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθυλακώνω
- (πληροφορική, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η τεχνική της ενσωμάτωσης σε δομή δεδομένων (πχ. αντικείμενο) των λειτουργιών (πχ. μέθοδοι) που διαχειρίζονται τα δεδομένα της
Μεταφράσεις
ενθυλάκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.