ενθυλακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενθυλακώνω < εν- + θύλακ(ος) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική empocher) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /en.θi.laˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενθυλακώνω

Ρήμα

ενθυλακώνω, αόρ.: ενθυλάκωσα, παθ.φωνή: ενθυλακώνομαι, π.αόρ.: ενθυλακώθηκα, μτχ.π.π.: ενθυλακωμένος [2]

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ενθυλακώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.