θυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυλάκιο τα θυλάκια
      γενική του θυλακίου
& θυλάκιου
των θυλακίων
    αιτιατική το θυλάκιο τα θυλάκια
     κλητική θυλάκιο θυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυλάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική , υποκοριστικό του θύλακος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θiˈla.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυλάκιο

Ουσιαστικό

θυλάκιο ουδέτερο

  1. σακούλι
  2. σακίδιο
  3. τσέπη
      Ἔψαξε τὲς τσέπες τῶν δύο παιδίων, καὶ συγχρόνως τὰ ἔσυρε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου τῆς κατηρειπωμένης οἰκίας ὁπόθεν εἶχεν ἐξέλθει, ὡς φαίνεται, τὸ παράδοξον ὄν. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν Νάσον ὑπὸ κράτησιν ὄπισθεν τῆς θύρας, ὠχύρωσε τὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ ἴδιον σῶμά του καὶ ἔψαξεν ἐν ἀνέσει τὸν Ἀγγελήν. Εὗρε δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες καὶ δεκάρες εἰς τὰ θυλάκια. Εἶτα ἔψαξε τὸν Νάσον, εὗρεν ἄλλα τόσα καὶ εἰς αὐτοῦ τὸ θυλάκιον. Ἀκολούθως ἀπέπεμψε τὰ δύο παιδία. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
  4. (ανατομία) κύστη, κοίλωμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.