ωοθυλακικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωοθυλακικός | η | ωοθυλακική | το | ωοθυλακικό |
| γενική | του | ωοθυλακικού | της | ωοθυλακικής | του | ωοθυλακικού |
| αιτιατική | τον | ωοθυλακικό | την | ωοθυλακική | το | ωοθυλακικό |
| κλητική | ωοθυλακικέ | ωοθυλακική | ωοθυλακικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωοθυλακικοί | οι | ωοθυλακικές | τα | ωοθυλακικά |
| γενική | των | ωοθυλακικών | των | ωοθυλακικών | των | ωοθυλακικών |
| αιτιατική | τους | ωοθυλακικούς | τις | ωοθυλακικές | τα | ωοθυλακικά |
| κλητική | ωοθυλακικοί | ωοθυλακικές | ωοθυλακικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ωοθυλακικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.