θύλακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύλακος οι θύλακοι
      γενική του θυλάκου των θυλάκων
    αιτιατική τον θύλακο τους θυλάκους
     κλητική θύλακε θύλακοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θύλακος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύλακος. Δείτε και το θύλακας από την ελληνιστική θῦλαξ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.la.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θύλακος

Ουσιαστικό

θύλακος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῡλᾰκο-
ονομαστική θύλακος οἱ θύλακοι
      γενική τοῦ θυλάκου τῶν θυλάκων
      δοτική τῷ θυλάκ τοῖς θυλάκοις
    αιτιατική τὸν θύλακον τοὺς θυλάκους
     κλητική ! θύλακε θύλακοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυλάκω
γεν-δοτ τοῖν  θυλάκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θύλακος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θύλακος αρσενικό (θῡλᾰκος)

  1. σάκος (δερμάτινος)
     συνώνυμα: πήρα, ἀσκός
  2. (ελληνιστική σημασία) σφαίρα για φυσική εξάσκηση
     συνώνυμα: σφαῖρα
  3. (στον πληθυντικό: θύλακες) περισκελίδες που φορούσαν Πέρσες κι άλλοι Ασιάτες
     συνώνυμα: ἀναξυρίδες, περισκελίδες

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.