θύλακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θύλακος | οι | θύλακοι |
| γενική | του | θυλάκου | των | θυλάκων |
| αιτιατική | τον | θύλακο | τους | θυλάκους |
| κλητική | θύλακε | θύλακοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θύλακος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύλακος. Δείτε και το θύλακας από την ελληνιστική θῦλαξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.la.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐λα‐κος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θύλακας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| θῡλᾰκο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | θύλακος | οἱ | θύλακοι | |
| γενική | τοῦ | θυλάκου | τῶν | θυλάκων | |
| δοτική | τῷ | θυλάκῳ | τοῖς | θυλάκοις | |
| αιτιατική | τὸν | θύλακον | τοὺς | θυλάκους | |
| κλητική ὦ! | θύλακε | θύλακοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυλάκω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | θυλάκοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- θύλακος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θύλακος αρσενικό (θῡλᾰκος)
- σάκος (δερμάτινος)
- (ελληνιστική σημασία) σφαίρα για φυσική εξάσκηση
- (στον πληθυντικό: θύλακες) περισκελίδες που φορούσαν Πέρσες κι άλλοι Ασιάτες
- θῦλαξ (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- θύλακος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύλακος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.