enclave

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Οι σημειώσεις πρέπει να πάνε στο ελληνικό λήμμα περίκλειστη χώρα ή στο λήμμα περίκλειστος. Οι αναφορές δεν είχαν παραπομή, τα παραδείγματα δεν είχαν μετάφραση. Οι ορισμοί εμπεριείχαν ανύπαρκτες λέξεις. sarri.greek (συζήτηση) 21:32, 2 Αυγούστου 2019 (UTC).


Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

enclave < (άμεσο δάνειο) γαλλική enclave (από το 1868)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeŋkleɪv/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈʌnkleɪv/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

enclave (en)

  1. περίκλειστη χώρα, μια πολιτική, πολιτιστική ή κοινωνική οντότητα (ή τμήμα της) που περιβάλλεται εξολοκλήρου από άλλη
    The republic of San Marino is an enclave of Italy.
    Η Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο είναι περίκλειστη χώρα, εντός της Ιταλίας.
    The streets around Union Square form a Protestant enclave within an otherwise Catholic neighbourhood.
    Οι δρόμοι γύρω από την Πλατεία Ενώσεως (Γιούνιον Σκουέαρ) είναι ένα περίκλειστο μέσα σε μια κατά τα άλλα καθολική γειτονιά.
  2. μια ομάδα που απομονώνεται από τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Σημειώσεις

Οι δύο έννοιες συνήθως ταυτίζονται, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
enclave enclaves

Ετυμολογία

enclave < enclaver

Προφορά

ΔΦΑ : /ɑ̃.klav/
 

Ουσιαστικό

enclave (fr) θηλυκό

  • μια πολιτική, πολιτιστική ή κοινωνική οντότητα (ή τμήμα της) που περιβάλλεται εξολοκλήρου από άλλη, o θύλακας, o θύλακος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.