enclave
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- enclave < (άμεσο δάνειο) γαλλική enclave (από το 1868)
Ουσιαστικό
enclave (en)
- περίκλειστη χώρα, μια πολιτική, πολιτιστική ή κοινωνική οντότητα (ή τμήμα της) που περιβάλλεται εξολοκλήρου από άλλη
- ↪ The republic of San Marino is an enclave of Italy.
- Η Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο είναι περίκλειστη χώρα, εντός της Ιταλίας.
- ↪The streets around Union Square form a Protestant enclave within an otherwise Catholic neighbourhood.
- Οι δρόμοι γύρω από την Πλατεία Ενώσεως (Γιούνιον Σκουέαρ) είναι ένα περίκλειστο μέσα σε μια κατά τα άλλα καθολική γειτονιά.
- ↪ The republic of San Marino is an enclave of Italy.
- μια ομάδα που απομονώνεται από τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Σημειώσεις
- 'enclave: περιοχή που περιβάλλεται από άλλη περιοχή (όχι θάλασσα)
- exclave: περιοχή αποκομμένη από τη χώρα της
Οι δύο έννοιες συνήθως ταυτίζονται, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις
- ↪ Kaliningrad (Περιφέρεια του Καλίνιγκραντ) is an exclave (αποκομμένη από τη Ρωσική Ομοσπονδία), but not an enclave (δεν περιβάλλεται εξολοκλήρου από άλλα κράτη).
- ↪ Lesotho is an enclave (περιβάλλεται εξολοκλήρου από τη Νότια Αφρική)
-
List of enclaves and exclaves στην αγγλική Βικιπαίδεια

C is A's enclave and B's exclave.
D is an exclave of B, but not an enclave of A.
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| enclave | enclaves |
Ετυμολογία
- enclave < enclaver
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɑ̃.klav/
- ⓘ
Ουσιαστικό
enclave (fr) θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.