sac

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

sac (en)

  • (φυσιολογία) κοιλότητα του σώματος που μοιάζει με σάκο ή ασκό και περιέχει υγρό· θύλακας, κύστη
    amniotic sac - αμνιακός σάκος



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sac sacs

sac (fr) αρσενικό

  1. η τσάντα, το τσουβάλι
  2. η λεηλασία
     συνώνυμα: pillage, saccage

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.