σακούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σακούλι | τα | σακούλια |
| γενική | του | σακουλιού | των | σακουλιών |
| αιτιατική | το | σακούλι | τα | σακούλια |
| κλητική | σακούλι | σακούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακούλι < μεσαιωνική ελληνική σακκούλιν < σακκούλιον < αρχαία ελληνική σάκκος
Εκφράσεις
- φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι: η αποταμίευση μικρών ποσοτήτων μακροπρόθεσμα δημιουργεί ένα αξιόλογο απόθεμα
Μεταφράσεις
σακούλι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.