λιγόζωος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιγόζωος | η | λιγόζωη | το | λιγόζωο |
| γενική | του | λιγόζωου | της | λιγόζωης | του | λιγόζωου |
| αιτιατική | τον | λιγόζωο | τη | λιγόζωη | το | λιγόζωο |
| κλητική | λιγόζωε | λιγόζωη | λιγόζωο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιγόζωοι | οι | λιγόζωες | τα | λιγόζωα |
| γενική | των | λιγόζωων | των | λιγόζωων | των | λιγόζωων |
| αιτιατική | τους | λιγόζωους | τις | λιγόζωες | τα | λιγόζωα |
| κλητική | λιγόζωοι | λιγόζωες | λιγόζωα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιγόζωος < ολιγόζωος < μεσαιωνική ελληνική ολιγόζωος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ζωή
Μεταφράσεις
λιγόζωος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.