loom

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
loom looms

loom (en)

Ρήμα

ενεστώτας loom
γ΄ ενικό ενεστώτα looms
αόριστος loomed
παθητική μετοχή loomed
ενεργητική μετοχή looming

loom (en)

  1. εμφανίζομαι, πλησιάζω (για κάτι που προκαλεί ενδιαφέρον ή ανησυχία, που επικρέμαται)
    the election day looms λείπει η μετάφραση
  2. εμφανίζομαι απειλητικά, αιωρούμαι
    Over the country looms the threat of war.
    Πάνω από τη χώρα αιωρείται η απειλή του πολέμου.
  3. loom large: προκαλώ φόβο, ανησυχία
    the shadow of the dead king loomed large in the palace
    λείπει η μετάφραση



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

loom (et)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.