ζωάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωάριο τα ζωάρια
      γενική του ζωαρίου
& ζωάριου
των ζωαρίων
    αιτιατική το ζωάριο τα ζωάρια
     κλητική ζωάριο ζωάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωάριο < ζώο + υποκοριστικό επίθημα -άριο

Ουσιαστικό

ζωάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.