ζωάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωάκι τα ζωάκια
      γενική
    αιτιατική το ζωάκι τα ζωάκια
     κλητική ζωάκι ζωάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωάκι < ζώο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

ζωάκι ουδέτερο

  • υποκοριστικό του ζώο
    1. το ζώο που είναι μικρό σε διαστάσεις ή ηλικία
    2. το άκακο ζώο, εκείνο που κάποιος θέλει να το προστατεύσει ανεξαρτήτως διαστάσεων και ηλικίας, που ομως από κάτι απειλείται
    3. (προσφώνηση) (μεταφορικά) (οικείο) προσφώνηση ερωτικής φύσεως σαν υποκοριστικό της ζωής. Όπως λ.χ Αντί για "μωρό μου" "μωράκι μου", ομοίως αντί για "Ζωή μου, ζωάκι μου"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.