ζῷον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ζῷον | τὰ | ζῷᾰ |
| γενική | τοῦ | ζῴου | τῶν | ζῴων |
| δοτική | τῷ | ζῴῳ | τοῖς | ζῴοις |
| αιτιατική | τὸ | ζῷον | τὰ | ζῷᾰ |
| κλητική ὦ! | ζῷον | ζῷᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζῴω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζῴοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζῷον < συνηρημένος τύπος της λέξης ζώιον < ζῶ
Ουσιαστικό
ζῷον ουδέτερο
Πηγές
- ζῷον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζῷον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.