τηλεφημερίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τηλεφημερίδα | οι | τηλεφημερίδες |
| γενική | της | τηλεφημερίδας | των | τηλεφημερίδων |
| αιτιατική | την | τηλεφημερίδα | τις | τηλεφημερίδες |
| κλητική | τηλεφημερίδα | τηλεφημερίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλεφημερίδα < τηλε- + εφημερίδα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική téléjournal)
Μεταφράσεις
τηλεφημερίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.