εφημεριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφημεριακός | η | εφημεριακή | το | εφημεριακό |
| γενική | του | εφημεριακού | της | εφημεριακής | του | εφημεριακού |
| αιτιατική | τον | εφημεριακό | την | εφημεριακή | το | εφημεριακό |
| κλητική | εφημεριακέ | εφημεριακή | εφημεριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφημεριακοί | οι | εφημεριακές | τα | εφημεριακά |
| γενική | των | εφημεριακών | των | εφημεριακών | των | εφημεριακών |
| αιτιατική | τους | εφημεριακούς | τις | εφημεριακές | τα | εφημεριακά |
| κλητική | εφημεριακοί | εφημεριακές | εφημεριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εφημεριακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.