παροδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παροδικός η παροδική το παροδικό
      γενική του παροδικού της παροδικής του παροδικού
    αιτιατική τον παροδικό την παροδική το παροδικό
     κλητική παροδικέ παροδική παροδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παροδικοί οι παροδικές τα παροδικά
      γενική των παροδικών των παροδικών των παροδικών
    αιτιατική τους παροδικούς τις παροδικές τα παροδικά
     κλητική παροδικοί παροδικές παροδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παροδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροδικός

Επίθετο

παροδικός, -ή, -ό

  • που εμφανίζεται για λίγο και μετά χάνεται, που διαρκεί λίγο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.