εφημεριδοπώλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφημεριδοπώλισσα οι εφημεριδοπώλισσες
      γενική της εφημεριδοπώλισσας των εφημεριδοπωλισσών
    αιτιατική την εφημεριδοπώλισσα τις εφημεριδοπώλισσες
     κλητική εφημεριδοπώλισσα εφημεριδοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφημεριδοπώλισσα < εφημεριδοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

εφημεριδοπώλισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη εφημεριδοπώλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.