εφήμερα
Νέα ελληνικά (el)
Μεταφράσεις
εφήμερα
|
|
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εφήμερα | ||
| γενική | των | εφήμερων | ||
| αιτιατική | τα | εφήμερα | ||
| κλητική | εφήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
εφήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι εφήμερες χαρές ή απολαύσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.