ἐφήμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐφήμερος | τὸ | ἐφήμερον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐφημέρου | τοῦ | ἐφημέρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐφημέρῳ | τῷ | ἐφημέρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐφήμερον | τὸ | ἐφήμερον | ||
| κλητική ὦ! | ἐφήμερε | ἐφήμερον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐφήμεροι | τὰ | ἐφήμερᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐφημέρων | τῶν | ἐφημέρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐφημέροις | τοῖς | ἐφημέροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐφημέρους | τὰ | ἐφήμερᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐφήμεροι | ἐφήμερᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφημέρω | τὼ | ἐφημέρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐφημέροιν | τοῖν | ἐφημέροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐφήμερος, -ος, -ον
- αυτός που ζει, διαρκεί μόνο μια μέρα, βραχύβιος, πρόσκαιρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 866 (863-866)
- τῆι δὲ νῦν τύχηι | βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν, | τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν | θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
- Η τωρινή του τύχη | ολοφάνερα κηρύχνει και μαθαίνει τους θνητούς όλους | πως δεν πρέπει να ζηλεύουν εκειόν που ευτυχισμένος φαίνεται πριν | δούμε τον θάνατό του· τι λιγοήμερ᾽ είναι η τύχη!
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- τῆι δὲ νῦν τύχηι | βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν, | τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν | θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 866 (863-866)
- (για ανθρώπους) εφήμερος
- (για την ημέρα) ημερήσιος, καθημερινός
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐφήμερον) φυτό δηλητηριώδες, δηλητήριο, έντομο
- (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (ἐφήμερα) μια φορά την ημέρα
Εκφράσεις
- φάρμακον ἐφήμερον: δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 31.6
- ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε,
- έπειτα, καθώς λένε οι περισσότεροι, ήπιε αίμα ταύρου ή, καθώς λένε μερικοί, πήρε δραστικό δηλητήριο. Άφησε την τελευταία πνοή του στη Μαγνησία της Ασίας,
- Μετάφραση (1965): Μιχ. Χ Οικονόμου. Αθήνα: ΟΕΔΒ & σε αγκύλες, χωρία που παραλήφθηκαν@greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο θάνατο του Θεμιστοκλή.
- ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 31.6
Συγγενικά
Πηγές
- ἐφήμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.