εν-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν- < αρχαία ελληνική ἐν- < πρόθεση ἐν. Δείτε και εν

Προφορά

ΔΦΑ : /en/

Πρόθημα

εν- ή έν- πριν από τ, δ, θ, σ, ζ

  • λόγια πρόθεση που δηλώνει ως πρόθημα
  1. (τόπο ή και χρόνο) μέσα, ανάμεσα, πάνω
    εντοιχίζω, εντάσσω, ενθρονίζω
  2. (σε επίθετα) ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, τον τρόπο, ή για έμφαση
    έντεχνος, ενάρετος, εναγώνιος
  3. με άγνωση σημασία[1]

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εν- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έν- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εγ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έγ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έλ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εμ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έμ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ερ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα έρ- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. εν- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Ο Ευάγγελος Πετρούνιας, υπεύθυνος για τις ετυμολογίες του Λεξικού, σημειώνει: «χωρίς κάποια εμφανή σημασία» για τις λέξεις: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω, ενοχή, ενόχληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.