εμψυχώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμψυχώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμψυχόω / ἐμψυχῶ < ἐν (ἐμ-) + αρχαία ελληνική ψυχή ψυχ- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική animer) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /em.psiˈxo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμψυχώνω

Ρήμα

εμψυχώνω, αόρ.: εμψύχωσα, παθ.φωνή: εμψυχώνομαι, π.αόρ.: εμψυχώθηκα, μτχ.π.π.: εμψυχωμένος

  1. δίνω ψυχή σε κάτι άψυχο, το καθιστώ έμψυχο, του δίνω ζωή
     συνώνυμα: ζωντανεύω
  2. (μεταφορικά) δίνω ψυχική δύναμη, θάρρος, κουράγιο ή αυτοπεποίθηση σε κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: αναζωογονώ, εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω, ζωογονώ, τονώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.