ενδο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδ(ο)- < αρχαία ελληνική ἔνδον & (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία endo-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ðo/

Πρόθημα

ενδο-, ενδό-, ενδ-

Συνώνυμα

  • εσω-

Αντώνυμα

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.